παραμυθίων

παραμυθίων
παραμῡθίων , παραμύθιον
address
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραμυθιῶν — παραμῡθιῶν , παραμυθία encouragement fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… …   Dictionary of Greek

  • Χαλιμά — Ελληνική ονομασία της ηρωίδας στη συλλογή αραβικών παραμυθιών Χίλιες και μία νύχτες. Πρόκειται για ολόκληρη σειρά από παραμύθια, ινδικής και ιρανικής προέλευσης, που διακρίνονται για τη φαντασία τους και το ποιητικό τους περιεχόμενο και η οποία… …   Dictionary of Greek

  • λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… …   Dictionary of Greek

  • χαλίμα — Ελληνική ονομασία της ηρωίδας στη συλλογή αραβικών παραμυθιών Χίλιες και μία νύχτες. Πρόκειται για ολόκληρη σειρά από παραμύθια, ινδικής και ιρανικής προέλευσης, που διακρίνονται για τη φαντασία τους και το ποιητικό τους περιεχόμενο και η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Άντερσεν, Χανς Κρίστιαν — (Hans Christian Andersen, Όντενσε 1805 – Κοπεγχάγη 1875). Δανός συγγραφέας. Γόνος φτωχής οικογένειας (o πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του πλύστρα), παιδί συνεσταλμένο και άσχημο, συνήθισε να ζει στη μοναξιά (όπως το Ασχημόπαπο,ένα από… …   Dictionary of Greek

  • Άσμπγιερνσεν, Πέτερ Κρίστεν — (Peter CristianAsbjörnsen, Όσλο 1812 – 1885). Νορβηγός συγγραφέας και φυσιοδίφης. Σπούδασε ιατρική και φυσικές επιστήμες και έγραψε μελέτες με θέματα φυσικής και δασοκομίας. Δημοσίευσε επίσης συλλογές νορβηγικών λαϊκών παραμυθιών (1842, 1844,… …   Dictionary of Greek

  • Γκριμ, αδελφοί — (Grimm).Γερμανοί φιλόλογοι και συγγραφείς παραμυθιών με διεθνή απήχηση. Ο Γιάκομπ (Jacob, 1785–1863) και ο Βίλχελμ (Wilhelm, 1786–1859), είχαν κοινές ιδέες και έζησαν τα ίδια γεγονότα, αλλά διέφεραν ως ιδιοσυγκρασίες: πιο αυστηρός και… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Καριζώνη, Αικατερίνη — (Θεσσαλονίκη 1955 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε οικονομικά και αναγορεύθηκε διδάκτορας οικονομικών επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”